- θείνω
- θείνω (Α)1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ' ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.)3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ' ἀκτάς», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος και ποιητ. ενεστ. θείνω (< *θεν-jω), που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghwen- «χτυπώ» και επίθημα *-y e/o-, αντιστοιχεί επακριβώς προς το λιθ. geniu «κόβω, κλαδεύω» και συνδέεται με αρχ. σλαβ. žĭho «κόβω, θερίζω». Πρωταρχικός όμως θεωρείται κάποιος αθέματος ενεστ. (πρβλ. αρχ. ινδ. hanti = αβεστ. jainti = χεττ. kuen-zi «χτυπά, σκοτώνει»), από τον οποίο προήλθαν σε ορισμένες ΙΕ. γλώσσες θεματ. ενεστ. (πρβλ. αρχ. ινδ. hanati «χτυπώ, σκοτώνω», λιθ. genu «κυνηγώ», αρχ. σλαβ. ženo «κυνηγώ»). Παράλληλα προς τον ενεστ. θείνω απαντά στην Ελληνική τόσο αρχαίος αόρ. έπε-φν-ον, με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας (-φν-) και αναδιπλασιασμό, ο οποίος αντιστοιχεί με αβεστ. avajaγnat_ = πέφνε, αρχ. ινδ. ja-ghnant = πεφνόντ-, όσο και παθητ. παρακμ. πέ-φα-ται (πρβλ. *φατός, που απαντά μόνο ως β' συνθετικό -φατος < ΙE *ghwn-to, π.χ. αρηΐ-φατος), με συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας (-φα- < *ghn), που αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. ja-ghān-a, ja-ghn-uh. Εξάλλου, η ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας απαντά στο ουσ. φόνος*, το οποίο αποτελεί το β' συνθετικό ενός μεγάλου αριθμού συνθέτων τής Ελληνικής. Τέλος, η διαφορά θ- / φ- στους τύπους (πρβλ. θείνω —φόνος) οφείλεται στη διαφορετική αντιπροσώπευση τού χειλοϋπερωικού φθόγγου *gwh-, ο οποίος σε περιβάλλον προ τών e, i αντιπροσωπεύεται ως θ και προ τών α, ώς φ].
Dictionary of Greek. 2013.